- προσανακρίνω
- Αανακρίνω, εξετάζω κάποιον επιπροσθέτως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσανακρίνω — προσανακρί̱νω , πρόσ ἀνακρίνω examine closely aor subj act 1st sg προσανακρί̱νω , πρόσ ἀνακρίνω examine closely pres subj act 1st sg προσανακρί̱νω , πρόσ ἀνακρίνω examine closely pres ind act 1st sg προσανακρί̱νω , πρόσ ἀνακρίνω examine closely… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek